παιδίᾳ

παιδίᾳ
παιδίᾱͅ , παιδία
childhood
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδία — παιδίᾱ , παιδία childhood fem nom/voc/acc dual παιδίᾱ , παιδία childhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδία — παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) [παις, παιδός] 1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.) 2. το παιδαριώδες τού τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • παιδιά — παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc/acc dual παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδία' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • παιδιᾷ — παιδιή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδια — παίδιον little neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίας — παιδίᾱς , παιδία childhood fem acc pl παιδίᾱς , παιδία childhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίαν — παιδίᾱν , παιδία childhood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”